- εὐπόρευτος
- εὐπόρευτος, ον,A easy to travel,
ὁδός Ceb.16
.II easily passing, Sch.Lyc.686.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁδός Ceb.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπόρευτος — εὐπόρευτος, ον (ΑΜ) (για οδό) ευδιάβατος, ευκολοπέραστος μσν. (για ταλαιπωρία) αυτή που περνάει, που ξεχνιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορευτός (< πορεύομαι)] … Dictionary of Greek
εὐπόρευτος — easy to travel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτον — εὐπόρευτος easy to travel masc/fem acc sg εὐπόρευτος easy to travel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτα — εὐπόρευτος easy to travel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτοι — εὐπόρευτος easy to travel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)